- ἀμαθίαν
- ἀμαθίᾱν , ἀμαθίαignorancefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ненаоученьѥ — НЕНАОУЧЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Необразованность: мы же своѥ ненаѹченьѥ и невѣжьство разѹмѣюще. (τὴν... ἀμαϑίαν) ПНЧ XIV, 8г. Ср. наѹчениѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χαλκεύω — ΝΜΑ [χαλκεύς] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. (αμτβ.) είμαι χαλκεύς, κατεργάζομαι τον χαλκό νεοελλ. μτφ. α) πλάθω, δημιουργώ («τόν παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες») β) μηχανορραφώ, μηχανώμαι («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες») μσν.… … Dictionary of Greek